Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄγρια ϑηρία

См. также в других словарях:

  • θηρόβορος — θηρόβορος, ον (Α) 1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία 2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βορος (< βορά < βι βρώ σκω), πρβλ. θυμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • κατασπαράζω — (AM κατασπαράσσω Α και κατασπαράττω) σπαράζω άγρια, καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τόν κατασπάραξαν τα άγρια θηρία») …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικός ήρωας, γιος του βασιλιά της Αιτωλίας Τυδέα και της Δηιπύλης, κόρης του βασιλιά του Άργους, Αδράστου. Όταν μεγάλωσε ο Δ. θέλησε να εκδικηθεί τον θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν ένας από τους Επτά… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • άθηρος — ἄθηρος, ον (Α) [θηρ] 1. (για τόπους) ο δίχως άγρια θηρία ή δίχως κυνήγι 2. φρ. «ἄθηρος ἡμέρα», άπρακτος, ανωφελής 3. αυτός που απομακρύνει, απωθεί επιζήμια ζώα 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄθηρον το να είναι κανείς απρόσβλητος από κυνήγι ή απρόσφορος… …   Dictionary of Greek

  • ακατασπάρακτος — η, ο και ακατασπάραχτος [κατασπαράσσω] αυτός που δεν έχει κατασπαραχθεί από άγρια θηρία …   Dictionary of Greek

  • ανημερώ — ἀνημερῶ ( όω) (Α) 1. ημερεύω, εξημερώνω 2. καθαρίζω ένα τόπο από τα άγρια θηρία …   Dictionary of Greek

  • εύγληνος — εὔγληνος, ον (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐΰγληνος) 1. (για άγρια θηρία) αυτός που έχει λαμπρά μάτια («εὔγληνοι κύκνοι») 2. λαμπρός, φωτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γληνος (< γλήνη «κόρη τού ματιού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θηριομαχώ — (Α θηριομαχῶ, έω) [θηριομάχος] μάχομαι με άγρια θηρία, αγωνίζομαι εναντίον θηρίων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»